- πιστοπραθής
- -ές, Ααυτός που καταστρέφει την πίστη, πιστολέτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις + συνεσταλμ. βαθμίδα πραθ- τού πέρθω «καταστρέφω», αν δεν πρόκειται για λ. πιστοπορθής (< πίστις + πορθώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.